Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δήκτης
δηκτικός
δηλαδή
δηλέομαι
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
δηλητήριος
δηλητηριώδης
Δηλιακός
Δηλιάς
Δήλιον
Δήλιος
Δηλογενής
δηλονότι
δηλοποιέω
Δῆλος
δῆλος
View word page
δηλητήριος
noxious
ShortDef
noxious
Debugging
Headword:
δηλητήριος
Headword (normalized):
δηλητήριος
Headword (normalized/stripped):
δηλητηριος
IDX:
20617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20618
Key:
Data
{'content': 'noxious'}