Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δηΐφοβος
δηϊφόβος
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δηλαδή
δηλέομαι
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
δηλητήριος
δηλητηριώδης
Δηλιακός
Δηλιάς
Δήλιον
Δήλιος
Δηλογενής
δηλονότι
View word page
δηλήμων
baneful, noxious
ShortDef
baneful, noxious
Debugging
Headword:
δηλήμων
Headword (normalized):
δηλήμων
Headword (normalized/stripped):
δηλημων
IDX:
20614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20615
Key:
Data
{'content': 'baneful, noxious'}