Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δηϊόω
Δηΐπυλος
Δηΐπυρος
Δηΐφοβος
δηϊφόβος
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δηλαδή
δηλέομαι
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
δηλητήριος
δηλητηριώδης
Δηλιακός
Δηλιάς
Δήλιον
View word page
δηλέομαι2
[lexical cite]

ShortDef

to hurt, do a mischief to
[lexical cite]

Debugging

Headword:
δηλέομαι2
Headword (normalized):
δηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
δηλεομαι2
IDX:
20611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20612
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}