Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δηΐοχος
δηϊόω
Δηΐπυλος
Δηΐπυρος
Δηΐφοβος
δηϊφόβος
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δηλαδή
δηλέομαι
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
δηλητήριος
δηλητηριώδης
Δηλιακός
Δηλιάς
View word page
δηλέομαι
to hurt, do a mischief to

ShortDef

to hurt, do a mischief to
[lexical cite]

Debugging

Headword:
δηλέομαι
Headword (normalized):
δηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
δηλεομαι
IDX:
20610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20611
Key:

Data

{'content': 'to hurt, do a mischief to'}