Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δήϊος
δηϊοτής
Δηΐοχος
δηϊόω
Δηΐπυλος
Δηΐπυρος
Δηΐφοβος
δηϊφόβος
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δηλαδή
δηλέομαι
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
δηλητήριος
δηλητηριώδης
View word page
δηκτικός
able to bite, biting, stinging

ShortDef

able to bite, biting, stinging

Debugging

Headword:
δηκτικός
Headword (normalized):
δηκτικός
Headword (normalized/stripped):
δηκτικος
IDX:
20608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20609
Key:

Data

{'content': 'able to bite, biting, stinging'}