Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δηϊονεύς
Δηϊοπίτης
δήϊος
δηϊοτής
Δηΐοχος
δηϊόω
Δηΐπυλος
Δηΐπυρος
Δηΐφοβος
δηϊφόβος
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δηλαδή
δηλέομαι
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
View word page
δηκτήριος
biting, torturing

ShortDef

biting, torturing

Debugging

Headword:
δηκτήριος
Headword (normalized):
δηκτήριος
Headword (normalized/stripped):
δηκτηριος
IDX:
20606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20607
Key:

Data

{'content': 'biting, torturing'}