Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δηθύνω
δηϊάλωτος
Δηϊάνειρα
Δηϊκόων
Δηϊόκης
Δηϊονεύς
Δηϊοπίτης
δήϊος
δηϊοτής
Δηΐοχος
δηϊόω
Δηΐπυλος
Δηΐπυρος
Δηΐφοβος
δηϊφόβος
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δηλαδή
δηλέομαι
δηλέομαι2
View word page
δηϊόω
cut down, slay
ShortDef
cut down, slay
Debugging
Headword:
δηϊόω
Headword (normalized):
δηϊόω
Headword (normalized/stripped):
δηιοω
IDX:
20601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20602
Key:
Data
{'content': 'cut down, slay'}