Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοθέλεια
ἀγαθοθελής
Ἀγαθοκλῆς
ἀγαθολογέω
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποίησις
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθοσύμβουλος
ἀγαθότης
ἀγαθοτυχέω
ἀγαθοφανής
ἀγαθοφόρος
ἀγαθόφρων
ἀγαθόω
ἀγάθυνσις
View word page
ἀγαθοποιία
well doing

ShortDef

well doing

Debugging

Headword:
ἀγαθοποιία
Headword (normalized):
ἀγαθοποιία
Headword (normalized/stripped):
αγαθοποιια
IDX:
205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-206
Key:

Data

{'content': 'well doing'}