Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δηθαγόρος
δηθάκι
δῆθεν
δηθύνω
δηϊάλωτος
Δηϊάνειρα
Δηϊκόων
Δηϊόκης
Δηϊονεύς
Δηϊοπίτης
δήϊος
δηϊοτής
Δηΐοχος
δηϊόω
Δηΐπυλος
Δηΐπυρος
Δηΐφοβος
δηϊφόβος
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
View word page
δήϊος
burning, blazing
ShortDef
burning, blazing
Debugging
Headword:
δήϊος
Headword (normalized):
δήϊος
Headword (normalized/stripped):
δηιος
IDX:
20598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20599
Key:
Data
{'content': 'burning, blazing'}