Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δευτέρωμα
δευτέρωσις
δευτήρ
δεύω
δεύω2
δέφω
δεχάμματος
δεχάς
δεχεπτά
δεχήμερος
δεχοκτώ
δέχομαι
δέψα
δέψω
δέω
δέω2
δή
δῆγμα
δηγμός
δηθά
δηθαγόρος
View word page
δεχοκτώ
eighteen

ShortDef

eighteen

Debugging

Headword:
δεχοκτώ
Headword (normalized):
δεχοκτώ
Headword (normalized/stripped):
δεχοκτω
IDX:
20578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20579
Key:

Data

{'content': 'eighteen'}