Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δευτεροχύται
δευτερόω
δευτέρωμα
δευτέρωσις
δευτήρ
δεύω
δεύω2
δέφω
δεχάμματος
δεχάς
δεχεπτά
δεχήμερος
δεχοκτώ
δέχομαι
δέψα
δέψω
δέω
δέω2
δή
δῆγμα
δηγμός
View word page
δεχεπτά
seventeen
ShortDef
seventeen
Debugging
Headword:
δεχεπτά
Headword (normalized):
δεχεπτά
Headword (normalized/stripped):
δεχεπτα
IDX:
20576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20577
Key:
Data
{'content': 'seventeen'}