Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δευτερουργής
δευτερουργός
δευτερόφωνος
δευτεροχύται
δευτερόω
δευτέρωμα
δευτέρωσις
δευτήρ
δεύω
δεύω2
δέφω
δεχάμματος
δεχάς
δεχεπτά
δεχήμερος
δεχοκτώ
δέχομαι
δέψα
δέψω
δέω
δέω2
View word page
δέφω
to soften
ShortDef
to soften
Debugging
Headword:
δέφω
Headword (normalized):
δέφω
Headword (normalized/stripped):
δεφω
IDX:
20573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20574
Key:
Data
{'content': 'to soften'}