Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δευτεροταγής
δευτεροτόκος
δευτερουργής
δευτερουργός
δευτερόφωνος
δευτεροχύται
δευτερόω
δευτέρωμα
δευτέρωσις
δευτήρ
δεύω
δεύω2
δέφω
δεχάμματος
δεχάς
δεχεπτά
δεχήμερος
δεχοκτώ
δέχομαι
δέψα
δέψω
View word page
δεύω
to wet, drench

ShortDef

to wet, drench
to miss, want

Debugging

Headword:
δεύω
Headword (normalized):
δεύω
Headword (normalized/stripped):
δευω
IDX:
20571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20572
Key:

Data

{'content': 'to wet, drench'}