Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δευτερολόγος
δευτερονόμιον
δευτεροπάθεια
δευτερόπρωτον
δεύτερος
δευτεροστάτης
δευτεροστολιστής
δευτεροστρατηλατιανοί
δευτεροταγής
δευτεροτόκος
δευτερουργής
δευτερουργός
δευτερόφωνος
δευτεροχύται
δευτερόω
δευτέρωμα
δευτέρωσις
δευτήρ
δεύω
δεύω2
δέφω
View word page
δευτερουργής
vamped up, second-hand

ShortDef

vamped up, second-hand

Debugging

Headword:
δευτερουργής
Headword (normalized):
δευτερουργής
Headword (normalized/stripped):
δευτερουργης
IDX:
20563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20564
Key:

Data

{'content': 'vamped up, second-hand'}