Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δευτερολογία
δευτερολόγος
δευτερονόμιον
δευτεροπάθεια
δευτερόπρωτον
δεύτερος
δευτεροστάτης
δευτεροστολιστής
δευτεροστρατηλατιανοί
δευτεροταγής
δευτεροτόκος
δευτερουργής
δευτερουργός
δευτερόφωνος
δευτεροχύται
δευτερόω
δευτέρωμα
δευτέρωσις
δευτήρ
δεύω
δεύω2
View word page
δευτεροτόκος
bearing a second time

ShortDef

bearing a second time

Debugging

Headword:
δευτεροτόκος
Headword (normalized):
δευτεροτόκος
Headword (normalized/stripped):
δευτεροτοκος
IDX:
20562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20563
Key:

Data

{'content': 'bearing a second time'}