Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δευσοποιία
δευσοποιός
δευσορούσιος
δεύτατος
δεῦτε
δευτεραγωνιστέω
δευτεραγωνιστής
δευτεραῖος
δευτερεῖος
δευτερέσχατος
δευτερεύω
δευτεριάζω
δευτερίας
δευτέριος
δευτεροβόλος
δευτερογενής
δευτερόγονος
δευτεροδέομαι
δευτεροκοιτέω
δευτερόλεπτον
δευτερολογέω
View word page
δευτερεύω
to be second

ShortDef

to be second

Debugging

Headword:
δευτερεύω
Headword (normalized):
δευτερεύω
Headword (normalized/stripped):
δευτερευω
IDX:
20541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20542
Key:

Data

{'content': 'to be second'}