Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δετός
Δευκαλίδης
Δευκαλίων
δεῦμα
δεῦρο
δεύσιμος
δευσοποιέω
δευσοποιία
δευσοποιός
δευσορούσιος
δεύτατος
δεῦτε
δευτεραγωνιστέω
δευτεραγωνιστής
δευτεραῖος
δευτερεῖος
δευτερέσχατος
δευτερεύω
δευτεριάζω
δευτερίας
δευτέριος
View word page
δεύτατος
the last
ShortDef
the last
Debugging
Headword:
δεύτατος
Headword (normalized):
δεύτατος
Headword (normalized/stripped):
δευτατος
IDX:
20534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20535
Key:
Data
{'content': 'the last'}