Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
δέτις
δετός
Δευκαλίδης
Δευκαλίων
δεῦμα
δεῦρο
δεύσιμος
δευσοποιέω
δευσοποιία
δευσοποιός
δευσορούσιος
δεύτατος
δεῦτε
δευτεραγωνιστέω
δευτεραγωνιστής
View word page
δεῦμα
that which is wet
ShortDef
that which is wet
Debugging
Headword:
δεῦμα
Headword (normalized):
δεῦμα
Headword (normalized/stripped):
δευμα
IDX:
20527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20528
Key:
Data
{'content': 'that which is wet'}