Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
δέτις
δετός
Δευκαλίδης
Δευκαλίων
δεῦμα
δεῦρο
δεύσιμος
δευσοποιέω
δευσοποιία
δευσοποιός
View word page
δετή
sticks bound up, a fagot, torch
ShortDef
sticks bound up, a fagot, torch
Debugging
Headword:
δετή
Headword (normalized):
δετή
Headword (normalized/stripped):
δετη
IDX:
20522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20523
Key:
Data
{'content': 'sticks bound up, a fagot, torch'}