Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
δέτις
δετός
Δευκαλίδης
Δευκαλίων
δεῦμα
δεῦρο
δεύσιμος
δευσοποιέω
View word page
δεσπότις
mistress, lady of the house (fem of δεσπότης)
ShortDef
mistress, lady of the house (fem of δεσπότης)
Debugging
Headword:
δεσπότις
Headword (normalized):
δεσπότις
Headword (normalized/stripped):
δεσποτις
IDX:
20520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20521
Key:
Data
{'content': 'mistress, lady of the house (fem of δεσπότης)'}