Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
δέτις
δετός
Δευκαλίδης
Δευκαλίων
δεῦμα
δεῦρο
δεύσιμος
View word page
δεσποτικός
of or for a master; inclined to tyranny, despotic
ShortDef
of or for a master; inclined to tyranny, despotic
Debugging
Headword:
δεσποτικός
Headword (normalized):
δεσποτικός
Headword (normalized/stripped):
δεσποτικος
IDX:
20519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20520
Key:
Data
{'content': 'of or for a master; inclined to tyranny, despotic'}