Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἴθων
αἰθωπός
αἰκάλλω
αἰκάλος
ἀϊκή
αἰκία
αἰκίζω
αἴκισμα
αἰκισμός
αἰκιστικός
αἰκίστρια
αἶκλον
ἀϊκτήρ
ἄϊκτος
αἴλινος
αἰλουροβοσκός
αἰλουροπρόσωπος
αἴλουρος
αἰλουροτάφος
αἰλουρόφθαλμος
αἷμα
View word page
αἰκίστρια
she who tortures
ShortDef
she who tortures
Debugging
Headword:
αἰκίστρια
Headword (normalized):
αἰκίστρια
Headword (normalized/stripped):
αικιστρια
IDX:
2051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2052
Key:
Data
{'content': 'she who tortures'}