Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
δέτις
δετός
Δευκαλίδης
Δευκαλίων
δεῦμα
δεῦρο
View word page
δεσπότης
a master, lord, the master of the house
ShortDef
a master, lord, the master of the house
Debugging
Headword:
δεσπότης
Headword (normalized):
δεσπότης
Headword (normalized/stripped):
δεσποτης
IDX:
20518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20519
Key:
Data
{'content': 'a master, lord, the master of the house'}