Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
δέτις
δετός
Δευκαλίδης
Δευκαλίων
δεῦμα
View word page
δεσποτέω
to be despotically ruled

ShortDef

to be despotically ruled

Debugging

Headword:
δεσποτέω
Headword (normalized):
δεσποτέω
Headword (normalized/stripped):
δεσποτεω
IDX:
20517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20518
Key:

Data

{'content': 'to be despotically ruled'}