Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
δέτις
δετός
Δευκαλίδης
Δευκαλίων
View word page
δεσποτεύω
enjoy ownership of . .

ShortDef

enjoy ownership of . .

Debugging

Headword:
δεσποτεύω
Headword (normalized):
δεσποτεύω
Headword (normalized/stripped):
δεσποτευω
IDX:
20516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20517
Key:

Data

{'content': 'enjoy ownership of . .'}