Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
δέτις
δετός
Δευκαλίδης
View word page
δεσπότειρα
mistress
ShortDef
mistress
Debugging
Headword:
δεσπότειρα
Headword (normalized):
δεσπότειρα
Headword (normalized/stripped):
δεσποτειρα
IDX:
20515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20516
Key:
Data
{'content': 'mistress'}