Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
δέτις
δετός
View word page
δεσποτεία
the power of a master

ShortDef

the power of a master

Debugging

Headword:
δεσποτεία
Headword (normalized):
δεσποτεία
Headword (normalized/stripped):
δεσποτεια
IDX:
20514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20515
Key:

Data

{'content': 'the power of a master'}