Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
δέτις
View word page
δεσπότας
master, lord
ShortDef
master, lord
Debugging
Headword:
δεσπότας
Headword (normalized):
δεσπότας
Headword (normalized/stripped):
δεσποτας
IDX:
20513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20514
Key:
Data
{'content': 'master, lord'}