Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
δετή
View word page
δεσπόσυνος
of or belonging to the master (δεσπότης), arbitrary

ShortDef

of or belonging to the master (δεσπότης), arbitrary

Debugging

Headword:
δεσπόσυνος
Headword (normalized):
δεσπόσυνος
Headword (normalized/stripped):
δεσποσυνος
IDX:
20512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20513
Key:

Data

{'content': 'of or belonging to the master (δεσπότης), arbitrary'}