Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δετέον
View word page
δεσποσύνη
absolute rule, despotism

ShortDef

absolute rule, despotism

Debugging

Headword:
δεσποσύνη
Headword (normalized):
δεσποσύνη
Headword (normalized/stripped):
δεσποσυνη
IDX:
20511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20512
Key:

Data

{'content': 'absolute rule, despotism'}