Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
View word page
δέσποσμα
act of authority

ShortDef

act of authority

Debugging

Headword:
δέσποσμα
Headword (normalized):
δέσποσμα
Headword (normalized/stripped):
δεσποσμα
IDX:
20509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20510
Key:

Data

{'content': 'act of authority'}