Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Αἴθων
αἴθων
αἰθωπός
αἰκάλλω
αἰκάλος
ἀϊκή
αἰκία
αἰκίζω
αἴκισμα
αἰκισμός
αἰκιστικός
αἰκίστρια
αἶκλον
ἀϊκτήρ
ἄϊκτος
αἴλινος
αἰλουροβοσκός
αἰλουροπρόσωπος
αἴλουρος
αἰλουροτάφος
αἰλουρόφθαλμος
View word page
αἰκιστικός
prone to outrage

ShortDef

prone to outrage

Debugging

Headword:
αἰκιστικός
Headword (normalized):
αἰκιστικός
Headword (normalized/stripped):
αικιστικος
IDX:
2050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2051
Key:

Data

{'content': 'prone to outrage'}