Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
δεσπότειρα
δεσποτεύω
δεσποτέω
δεσπότης
View word page
δεσπόσιος
verna
ShortDef
verna
Debugging
Headword:
δεσπόσιος
Headword (normalized):
δεσπόσιος
Headword (normalized/stripped):
δεσποσιος
IDX:
20508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20509
Key:
Data
{'content': 'verna'}