Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
δεσποτεία
View word page
δεσπόζω
to be lord

ShortDef

to be lord

Debugging

Headword:
δεσπόζω
Headword (normalized):
δεσπόζω
Headword (normalized/stripped):
δεσποζω
IDX:
20504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20505
Key:

Data

{'content': 'to be lord'}