Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσπότας
View word page
δεσμώτης
a prisoner, captive

ShortDef

a prisoner, captive

Debugging

Headword:
δεσμώτης
Headword (normalized):
δεσμώτης
Headword (normalized/stripped):
δεσμωτης
IDX:
20503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20504
Key:

Data

{'content': 'a prisoner, captive'}