Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
View word page
δεσμωτήριον
a prison

ShortDef

a prison

Debugging

Headword:
δεσμωτήριον
Headword (normalized):
δεσμωτήριον
Headword (normalized/stripped):
δεσμωτηριον
IDX:
20502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20503
Key:

Data

{'content': 'a prison'}