Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δέσμη
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
δεσποστός
δεσποσύνη
View word page
δεσμωμα
bond, fetter
ShortDef
bond, fetter
Debugging
Headword:
δεσμωμα
Headword (normalized):
δεσμωμα
Headword (normalized/stripped):
δεσμωμα
IDX:
20501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20502
Key:
Data
{'content': 'bond, fetter'}