Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσποινικός
Δεσποσιοναῦται
δεσπόσιος
δέσποσμα
View word page
δεσμοφύλαξ
a gaoler

ShortDef

a gaoler

Debugging

Headword:
δεσμοφύλαξ
Headword (normalized):
δεσμοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
δεσμοφυλαξ
IDX:
20499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20500
Key:

Data

{'content': 'a gaoler'}