Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἴθω
Αἴθων
αἴθων
αἰθωπός
αἰκάλλω
αἰκάλος
ἀϊκή
αἰκία
αἰκίζω
αἴκισμα
αἰκισμός
αἰκιστικός
αἰκίστρια
αἶκλον
ἀϊκτήρ
ἄϊκτος
αἴλινος
αἰλουροβοσκός
αἰλουροπρόσωπος
αἴλουρος
αἰλουροτάφος
View word page
αἰκισμός
outrage, torture, mutilation

ShortDef

outrage, torture, mutilation

Debugging

Headword:
αἰκισμός
Headword (normalized):
αἰκισμός
Headword (normalized/stripped):
αικισμος
IDX:
2049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2050
Key:

Data

{'content': 'outrage, torture, mutilation'}