Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δέσις
δέσμα
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
View word page
δεσμόβροχος
noose
ShortDef
noose
Debugging
Headword:
δεσμόβροχος
Headword (normalized):
δεσμόβροχος
Headword (normalized/stripped):
δεσμοβροχος
IDX:
20495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20496
Key:
Data
{'content': 'noose'}