Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέρω
δέσις
δέσμα
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωμα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
View word page
δέσμιος
binding; bound, captive

ShortDef

binding; bound, captive

Debugging

Headword:
δέσμιος
Headword (normalized):
δέσμιος
Headword (normalized/stripped):
δεσμιος
IDX:
20494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20495
Key:

Data

{'content': 'binding; bound, captive'}