Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δέρρις
δερτόν
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσμα
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
δεσμωμα
View word page
δέσμη
package, bundle

ShortDef

package, bundle

Debugging

Headword:
δέσμη
Headword (normalized):
δέσμη
Headword (normalized/stripped):
δεσμη
IDX:
20491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20492
Key:

Data

{'content': 'package, bundle'}