Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέρρις
Δέρρις
δερτόν
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσμα
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
δέσμωμα
View word page
δεσμέω
undergo ankylosis

ShortDef

undergo ankylosis

Debugging

Headword:
δεσμέω
Headword (normalized):
δεσμέω
Headword (normalized/stripped):
δεσμεω
IDX:
20490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20491
Key:

Data

{'content': 'undergo ankylosis'}