Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δερριδόγομφος
δέρρις
Δέρρις
δερτόν
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσμα
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
δεσμοφυλάκειον
δεσμοφύλαξ
View word page
δεσμεύω
to fetter, put in chains

ShortDef

to fetter, put in chains

Debugging

Headword:
δεσμεύω
Headword (normalized):
δεσμεύω
Headword (normalized/stripped):
δεσμευω
IDX:
20489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20490
Key:

Data

{'content': 'to fetter, put in chains'}