Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰθύσσω
αἴθω
Αἴθων
αἴθων
αἰθωπός
αἰκάλλω
αἰκάλος
ἀϊκή
αἰκία
αἰκίζω
αἴκισμα
αἰκισμός
αἰκιστικός
αἰκίστρια
αἶκλον
ἀϊκτήρ
ἄϊκτος
αἴλινος
αἰλουροβοσκός
αἰλουροπρόσωπος
αἴλουρος
View word page
αἴκισμα
an outrage, torture, mutilation
ShortDef
an outrage, torture, mutilation
Debugging
Headword:
αἴκισμα
Headword (normalized):
αἴκισμα
Headword (normalized/stripped):
αικισμα
IDX:
2048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2049
Key:
Data
{'content': 'an outrage, torture, mutilation'}