Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεροεργής
δέρος
δερριδόγομφος
δέρρις
Δέρρις
δερτόν
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσμα
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
δεσμοφυλακεία
View word page
δεσμευτής
one who binds
ShortDef
one who binds
Debugging
Headword:
δεσμευτής
Headword (normalized):
δεσμευτής
Headword (normalized/stripped):
δεσμευτης
IDX:
20487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20488
Key:
Data
{'content': 'one who binds'}