Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέρξις
δεροεργής
δέρος
δερριδόγομφος
δέρρις
Δέρρις
δερτόν
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσμα
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη
δεσμίας
δεσμίδιον
δέσμιος
δεσμόβροχος
δεσμός
View word page
δέσμα
a bond, fetter

ShortDef

a bond, fetter

Debugging

Headword:
δέσμα
Headword (normalized):
δέσμα
Headword (normalized/stripped):
δεσμα
IDX:
20486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20487
Key:

Data

{'content': 'a bond, fetter'}