Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
δέρξις
δεροεργής
δέρος
δερριδόγομφος
δέρρις
Δέρρις
δερτόν
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσμα
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη
δεσμίας
View word page
δερτόν
flayed sheep
ShortDef
flayed sheep
Debugging
Headword:
δερτόν
Headword (normalized):
δερτόν
Headword (normalized/stripped):
δερτον
IDX:
20482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20483
Key:
Data
{'content': 'flayed sheep'}