Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
δέρξις
δεροεργής
δέρος
δερριδόγομφος
δέρρις
Δέρρις
δερτόν
δέρτρον
δέρω
δέσις
δέσμα
δεσμευτής
δεσμευτικός
δεσμεύω
δεσμέω
δέσμη
View word page
Δέρρις
Derrhis
ShortDef
a leathern covering
Derrhis
Debugging
Headword:
Δέρρις
Headword (normalized):
δέρρις
Headword (normalized/stripped):
δερρις
IDX:
20481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20482
Key:
Data
{'content': 'Derrhis'}