Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
δέρξις
δεροεργής
δέρος
δερριδόγομφος
δέρρις
Δέρρις
δερτόν
δέρτρον
δέρω
δέσις
View word page
δερμότυλον
leather cushion
ShortDef
leather cushion
Debugging
Headword:
δερμότυλον
Headword (normalized):
δερμότυλον
Headword (normalized/stripped):
δερμοτυλον
IDX:
20475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20476
Key:
Data
{'content': 'leather cushion'}